τσέτης

τσέτης
ο
κυρίως στον πληθ. τσέτες, οι Τούρκοι αντάρτες που έδρασαν ενάντια στον ελληνικό στρατό στην περίοδο 1919-1922.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσέτης — ο, Ν 1. (παλ. τ.) στρατιώτης άτακτου στρατού, αντάρτης 2. συν. στον πληθ. οι τσέτες ονομασία Τούρκων ανταρτών οι οποίοι, συγκροτημένοι σε εθελοντικά τάγματα ή συμμορίες, έδρασαν εναντίον τού ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”